Πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίαρχος — ruler of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίαρχος — ὁ, ΜΑ, θεσσ. τ. πολίαρχος, Α διοικητής πόλης αρχ. άρχοντας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + αρχος*] … Dictionary of Greek
Πολιάρχοις — Πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχοις — πολίαρχος ruler of a city masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχου — Πολίαρχος ruler of a city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχου — πολίαρχος ruler of a city masc gen sg πολιάρχης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχους — Πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχους — πολίαρχος ruler of a city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολιάρχων — Πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιάρχων — πολίαρχος ruler of a city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)